- τερερέμ
- τερερέμ, το και τεριρέμ, τοάκλ., μελωδική παράταση ψαλμωδίας χωρίς λέξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερερέμ — το, Ν μουσ. συλλαβές χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο που χρησιμοποιήθηκαν στη θέση κειμένου σε έντεχνα μαθήματα τής βυζαντινής μουσικής, μελιγματικές συνθέσεις και κρατήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία] … Dictionary of Greek
τερερίζω — Ν [τερερέμ] 1. παρατείνω εκκλησιαστική ψαλμωδία με τερερέμ 2. συνεκδ. ψάλλω ή τραγουδώ με τρεμουλιαστή φωνή … Dictionary of Greek
τεριρέμ — το, Ν βλ. τερερέμ … Dictionary of Greek
τετερέμ — το, Ν βλ. τερερέμ … Dictionary of Greek
τερερίζω — τερέρισα 1. παρατείνω ψαλμωδία με τερερέμ (βλ. λ.). 2. ψάλλω με τρεμουλιαστή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεριρέμ — το άκλ., τερερέμ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)